δάμαρ

δάμαρ
δάμαρ (-αρτος), η (Α)
η σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δάμαρ (-αρτος) (< *dm-) συνδέεται με τη λ. δόμος «σπίτι» (< *dom-), αλλά διχάζονται οι απόψεις για το τελικό -αρ
άλλοι θεωρούν τον τ. δάμαρ ως αρχ. ουδέτερο παρεκτεταμένο τ. με -γ- και επίθημα -t- (πρβλ. μέλι-μέλιτος), που με μεταβολή γένους έγινε θηλυκό, ήτοι δαμ-αρ-τ- < *d*m-r-t-. Κατ' άλλους, πρόκειται για σύνθετη λ. με β' συνθετικό τη ρίζα -αρ- (αραρίσκω) «συνάπτω, ταιριάζω» και επίθημα -t-: δαμ-αρ-τ- < *dam-ar-t. Η λ. δάμαρ, που απαντά στον Όμηρο και σε άλλους ποιητές, ενώ σπανίως απαντά στους Αττικούς, δηλώνει τη νόμιμη σύζυγο (πρβλ. χετ. dammara, αρχ. ινδ. dārā «παντρεμένη γυναίκα») και στον Όμ. συνοδεύεται πάντα από το όνομα τού συζύγου (πρβλ. «Αντηνορίδαο δάμαρτι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δάμαρ — wife fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάμαρσιν — δάμαρ wife fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάμαρτα — δάμαρ wife fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάμαρτες — δάμαρ wife fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάμαρτι — δάμαρ wife fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάμαρτος — δάμαρ wife fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάμαρθ' — δάμαρτα , δάμαρ wife fem acc sg δάμαρτι , δάμαρ wife fem dat sg δάμαρτε , δάμαρ wife fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάμαρτ' — δάμαρτα , δάμαρ wife fem acc sg δάμαρτι , δάμαρ wife fem dat sg δάμαρτε , δάμαρ wife fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… …   Dictionary of Greek

  • дом — род. п. дома, домовитый, укр. дiм, дом, род. п. дому, ст. слав. домъ οἴκος, οἰκία (Супр.), болг. домът, сербохорв. до̑м, род. п. до̏ма, словен. dôm, чеш. dům, род. п. domu, слвц. dom, польск., в луж., н луж. dom. Стар. основа на u (Гуйер, DekL… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”